Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η παρουσίαση του βιβλίου «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» στο 23ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Οικοδόμων




(Σχόλιο Οικοδόμου) Θεωρούμε πολλή σημαντική την συμβολή του βιβλίου «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» στην ερμηνεία των γεγονότων και την κατανόηση μιας εποχής από τις νεώτερες ηλικίες που δεν την έζησαν, όμως κάποιες φορές κάτι άκουσαν ή -στην καλύτερη των περιπτώσεων- διάβασαν στις λίγες σχετικές εκδόσεις που υπάρχουν.
Η σπουδαιότητα του βιβλίου του Αναστάση Γκίκα έγκειται στο ότι αφενός καταγράφει και αναλύει μεθοδικά για πρώτη φορά στιγμές της ιστορίας του οικοδομικού κινήματος που δεν ήταν πλατιά γνωστές και αφετέρου, η ιστορία «γράφεται» από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της, τους αγωνιστές εργάτες οικοδόμους. Πρόκειται για ένα βιβλίο που πρέπει να μελετηθεί από κάθε οικοδόμο, εργάτη, από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, στα χέρια του οποίου μπορεί να γίνει εργαλείο γνώσης και ανάλυσης  και της σημερινής σκληρής πραγματικότητας, αλλά και πηγή έμπνευσης και αισιοδοξίας πως  μόνο μέσα από τους σκληρούς ταξικούς αγώνες θα κατακτηθεί το πολυπόθητο καλύτερο μέλλον από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της.

Το 23ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Οικοδόμων και συναφών επαγγελμάτων Ελλάδας πραγματοποιήθηκε το τριήμερο 18-20 Γενάρη 2013 στον Πολιτιστικό Χώρο «Ελληνικό Μολύβι», στο Αιγάλεω. Οι εργασίες του ξεκίνησαν με την επίσημη παρουσίαση του βιβλίου του Αναστάση Γκίκα «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ». Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας ξεκίνησε την παρουσίαση με έναν σύντομο χαιρετισμό:

«Συνάδελφοι σύνεδροι,
Συνάδελφοι προσκεκλημένοι,
Εκπρόσωποι των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων,
Συνάδελφοι απόμαχοι της δουλειάς,

Εκ μέρους της Διοίκησης, σας χαιρετίζω στην έναρξη του 23ου Συνεδρίου της Ομοσπονδίας και στην έναρξη της διαδικασίας παρουσίασης του βιβλίου που εκδώσαμε με τίτλο «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».

Η παρουσίαση του βιβλίου αποτελεί ξεχωριστή στιγμή για όλους μας, συνταξιούχους, παλιούς και νέους οικοδόμους.

Η πραγματοποίηση από τη Διοίκηση, απόφασης παλιότερου συνεδρίου της Ομοσπονδίας να γράψουμε τούτο το βιβλίο, σίγουρα δεν έχει διεκπεραιωτικό ή συναισθηματικό χαρακτήρα.
Θεωρήσαμε υποχρέωσή μας να γράψουμε την ιστορία του κλάδου πρώτα απ΄ όλα ως φόρο τιμής στους Αγώνες μας, στους Αγώνες των επώνυμων και ανώνυμων που με ανιδιοτέλεια πάλεψαν στις γραμμές του κινήματος μας, στους χιλιάδες που έδωσαν και τη ζωή τους για το δίκιο της τάξης μας.

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι η ιστορική πείρα γίνεται δύναμη όταν μελετάται και γενικεύεται, όταν βγαίνουν συμπεράσματα με ταξικό κριτήριο τότε μπορεί να αποτελέσει προωθητική δύναμη στους δύσκολους καιρούς και αγώνες που έχουμε μπροστά μας.

Έχουμε όλοι ανάγκη από τη μελέτη της ιστορίας τόσο του κλάδου όσο και γενικότερα του κινήματος και ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες που ο ρεφορμισμός, ο κυβερνητικός, εργοδοτικός συνδικαλισμός κάνουν τεράστιες προσπάθειες να αποπροσανατολίσουν και να υποτάξουν το εργατικό κίνημα, να το κάνουν νεροκουβαλητή μιας διαχειριστικής πολιτικής από μια νέα κυβέρνηση που θα εφαρμόζει πιστά τις παλιές συνταγές, τις επιλογές του κεφαλαίου και της Ε.Ε..
Η γενίκευση με διάφορους τρόπους της τρομοκρατίας, είτε από την Κυβέρνηση και τους κρατικούς μηχανισμούς, είτε από τους παρακρατικούς μηχανισμούς και τη κουκούλα, μας γυρίζουν δεκαετίες πίσω και στόχο έχουν πρώτα απ’ όλα το ταξικό εργατικό κίνημα.

Πιστεύοντας λοιπόν, ότι το βιβλίο της Ομοσπονδίας θα μελετηθεί και θα αγκαλιάσει πρώτα απ’ όλα τους εργαζόμενους του κλάδου, αλλά και γενικότερα, πιστεύοντας ότι οι παρόντες θα συμβάλουμε σ’ αυτή τη προσπάθεια, θα δώσουμε το λόγο στον ίδιον το συγγραφέα του βιβλίου, τον Αναστάση Γκίκα για τη παρουσίασή του.»

Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο συγγραφέας του βιβλίου Αναστάσης Γκίκας που έκανε μια αναλυτική παρουσίασή του:

«Φίλες και φίλοι,

Η καταγραφή και αποτύπωση της Ιστορίας ενός κλάδου και του κινήματός του, δεν είναι απλή υπόθεση. Και αυτό -βεβαίως- γιατί δεν αποτελεί (δεν πρέπει και δεν μπορεί να αποτελεί) απλά και μόνο ένα άθροισμα ημερομηνιών, γεγονότων, προσώπων ή πραγμάτων. Τουναντίον, πρόκειται για αναπόσπαστο τμήμα της συλλογικής εμπειρίας της ταξικής πάλης: μιας εμπειρίας, που γενόμενη κτήμα και γνώση στα χέρια της εργατικής τάξης, μπορεί να αποτελέσει ισχυρό όπλο στην πάλη της στο σήμερα και το αύριο.

Στο παρόν έργο, λοιπόν, επιχειρείται μια σύνοψη της πείρας του κινήματος των οικοδόμων, όπως αυτή συσσωρεύτηκε μέσα από δεκαετίες αγώνων. Ακολούθως, το βιβλίο διατρέχει όλους τους σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία του κλάδου: από τα πρώτα βήματα της ταξικής αφύπνισης και συνδικαλιστικής οργάνωσης, στους σκληρούς αγώνες του Μεσοπολέμου, τη συμβολή των οικοδόμων στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση και τον Δημοκρατικό Στρατό, τις προκλήσεις της δεκαετίας του 1950 και την ανάπτυξη του κινήματος στη δεκαετία του 1960, έως την αντιδικτατορική πάλη και τη νίκη των ταξικών δυνάμεων επί του κυβερνητικού-εργοδοτικού συνδικαλισμού το 1976-1977.

Κάθε κεφάλαιο, που αντιπροσωπεύει αντίστοιχα και μια χρονική ενότητα, καταπιάνεται αρχικά με τη βιομηχανία (στα πλαίσια της γενικότερης ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα και ειδικότερα), με την εξέλιξή της και τον αντίκτυπο κάθε φορά στον κλάδο. Με τις αλλαγές στον τρόπο και τις μορφές οργάνωσης της παραγωγής, στον αριθμό και τη σύνθεση των απασχολουμένων στην οικοδομή, κοκ. Κεντρικό στοιχείο που αναδεικνύεται εδώ, είναι η θεμελιώδης, διαχρονική και ανειρήνευτη αντίθεση των συμφερόντων κεφαλαίου-εργασίας: με τους πρώτους να απομυζούν τεράστια πλούτη σε βάρος και από τον ιδρώτα των δεύτερων. «Θαμπώνονται τα μάτια μας», κατήγγειλε η ταξική Ομοσπονδία των Οικοδόμων το 1957, «από τις πολυκατοικίες και τα μέγαρα που εμείς φτιάχνουμε και αγανακτάμε για τα χάλια μας. Ούτε παράγκα δεν μας ανήκει, συνάδελφοι, να βάλουμε το κεφάλι μας. Και μήπως είναι αυτό μονάχα; Και το ψωμί πολλές φορές και κείνο μας λείπει.»[i]

Αντικρούοντας το γνωστό επιχείρημα περί «ψωροκώσταινας» (διαχρονική δικαιολογία των αστικών κυβερνήσεων για πάσης φύσεως αντιλαϊκά μέτρα, μέτρα λιτότητας, κοκ.), οι Μπετατζήδες της Αθήνας υπογράμμιζαν τον Ιούνη του 1963: «Η κυβέρνηση …βουλώνει τ’ αυτιά της και απαντάει με το γνωστό παραμύθι, ότι η Ελλάδα είναι φτωχιά. Νομίζει με αυτό πως οι εργάτες είναι αφελείς και περισσότερο τυφλοί και δεν βλέπουν πως η φτώχεια τριγυρνάει μόνον στα σπίτια των εργατών, υπαλλήλων και αγροτών και εξαιρεί τα υπόλοιπα σπίτια των μεγιστάνων. Την ίδια στιγμή που οι εργάτες δεν έχουν ούτε αυτό το ξεροκόμματο να ζήσουν τα παιδιά τους, ξέρουν πως υπάρχουν άνθρωποι που διαθέτουν ειδικό δάσκαλο για τα παιδιά τους, παραμάνες, ιδιωτική κούρσα για να πηγαίνει βόλτα το παιδί του γιατί μελαγχολεί και ακόμα ιδιωτικό γιατρό για να παρακολουθεί την υγεία του. Εμείς οι εργάτες τι έχουμε; Τίποτε απ’ όλα αυτά. Αυτά που έχουν αυτοί τα παίρνουν από εμάς που δουλεύουμε.»[ii]

Οι συνέπειες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης βάραιναν διαχρονικά στις πλάτες των οικοδόμων: φτώχεια, πείνα, ανεργία, θάνατος. Είναι πράγματι συγκλονιστικές οι απανωτές αναφορές στον Τύπο -στον απόηχο της καπιταλιστικής κρίσης τη δεκαετία του 1930- για το θάνατο εργατών οικοδόμων από την πείνα ή το κρύο.

«Προχθές πέθανε ο εργάτης οικοδόμος Στρατής Μπισκιτζής, πρόσφυγας», έγραφε ο Ριζοσπάστης τον Ιούνη του 1932. «Ο θάνατός του προήλθε από την πείνα.» 26/1/1934: «Πέθανε ο άνεργος οικοδόμος απ’ τον συνοικισμό Βενιζελοχώρι από την πείνα. Άφησε γυναίκα και 4 παιδιά.» 18/1/1936: «Πριν τις γιορτές βρέθηκε στο δρόμο ξεπαγιασμένος ο άνεργος οικοδόμος Π. Χατζόπουλος.» Ήταν 70 χρόνων και ακόμα πάλευε για ένα μεροκάματο. Για δεκαετίες οι οικοδόμοι θα δώσουν σκληρές μάχες για τη βελτίωση των όρων και συνθηκών εργασίας και ζωής τους: για το ασφαλιστικό, το συνταξιοδοτικό, για επιδόματα ανεργίας, για την ασφάλεια στο χώρο δουλειάς, κοκ. Τίποτα δεν τους χαρίστηκε. Όλα κατακτήθηκαν μέσα από αλλεπάλληλους, σφοδρούς και αταλάντευτους αγώνες με την εργοδοσία και το κράτος της. Οι κατακτήσεις του κινήματος των οικοδόμων υπήρξαν άμεσα συνδεδεμένοι με τον βαθμό της συνδικαλιστικής οργάνωσης, το συσχετισμό δυνάμεων μέσα στο κίνημα, αλλά και το επίπεδο της ταξικής πάλης συνολικότερα. Δεν ήταν λίγες πάντως οι φορές, όπου το κίνημα των οικοδόμων, με τη μαζικότητα, το δυναμισμό και την στιβαρή ταξική του κατεύθυνση, μπόρεσε να μπει μπροστά, αποτελώντας την εμπροσθοφυλακή, το «βαρύ πυροβολικό» της εργατικής τάξης της χώρας μας, ανοίγοντας δρόμους σε δικαιώματα και κατακτήσεις, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για μια σειρά άλλους κλάδους.

Επίσης, σε κάθε περίοδο αναδεικνύονται τα προβλήματα, οι προκλήσεις και οι προοπτικές που θέτονταν κάθε φορά μπροστά στο ταξικό οικοδομικό κίνημα. Ζητήματα οργάνωσης, του τρόπου λειτουργίας των συνδικάτων, του περιεχομένου των αιτημάτων, των μετώπων πάλης, της συνεργασίας ή ενότητας με άλλες δυνάμεις, κοκ. Διαχρονικό καθήκον πρόβαλλε η μετατροπή των άμαζων και εύκολα χειραγωγήσιμων από τους διαφόρους εργατοπατέρες, εργοδότες και το αστικό κράτος σωματείων, σε μαζικά, ζωντανά και ταξικά προσανατολισμένα συνδικάτα: εργαλεία προάσπισης και διεκδίκησης των συμφερόντων των οικοδόμων και όχι «συναίνεσης» στην ενσωμάτωση και υποταγή τους στην εκάστοτε αστική πολιτική.

Ειδική θέση στη δουλειά των ταξικών συνδικάτων κατείχε η δουλειά στη νεολαία. Από το 3ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας το 1927, όταν και αποφασίστηκε πρώτη φορά η συγκρότηση Επιτροπών Νέων, έως την Συντονιστική Επιτροπή Νέων Οικοδόμων το 1962, κοκ., το ζήτημα της ένταξης, ενεργούς δραστηριοποίησης και ταξικής διαπαιδαγώγησης των νέων οικοδόμων στη συνδικαλιστική ζωή και πάλη, υπήρξε πρώτη προτεραιότητα.

Εκθέτοντας τη συμμετοχή και το ρόλο των νέων οικοδόμων στους ταξικούς αγώνες της περιόδου ενώπιον των αντιπροσώπων της 1ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης των Οικοδόμων το 1963, ο εκπρόσωπος της Συντονιστικής των Νέων τόνισε: «Οι νέοι οικοδόμοι, με τιμή και ενθουσιασμό, πήραν μέρος σ’ όλους τους αυτούς τους αγώνες [αναφέρεται στο Δεκέμβρη του 1960 και τον Οκτώβρη του 1962], στάθηκαν στις πρώτες γραμμές των αγώνων του κλάδου μας, βρέθηκαν μπροστά στις πιο σκληρές συγκρούσεις για τα συμφέροντά μας, χτυπήθηκαν, τραυματίστηκαν, μάτωσαν, πέσαν θύματα των διωγμών, σύρθηκαν στα δικαστήρια και κει υπεράσπισαν με αξιοπρέπεια και με θάρρος τα συμφέροντα του κλάδου, και των νέων εργαζομένων, και γενικά, στάθηκαν, με μια λέξη, υποδειγματικοί στη συμμετοχή τους σε όλους αυτούς τους αγώνες και τις κινητοποιήσεις. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των γεγονότων του Οκτωβρίου, όπου το 90% των τραυματιών και το 80% αυτών που οδηγήθηκαν στα δικαστήρια ήταν νέοι. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του 17χρονου νέου οικοδόμου που δέχτηκε τις σφαίρες της αστυνομίας στο κορμί του και του άλλου, μόλις 19 χρονών που με θέρμη υπερασπίστηκε απ’ το εδώλιο του κατηγορουμένου στις τελευταίες δίκες, τα συμφέροντα του κλάδου μας και τα ιδιαίτερα αιτήματα των νέων εργαζομένων…Αν κερδίσουμε την νεολαία, κερδίζουμε τις μάχες. Αν κερδίσουμε τη νεολαία, κερδίζουμε το αύριο.»[iii]

Επίκαιρη όσο ποτέ είναι η στάση του Μιχάλη (ενός άνεργου οικοδόμου 21 ετών) στο ενδεχόμενο να μεταναστεύσει προκειμένου να γλυτώσει από την πείνα: «Δεν πάω μετανάστης», έλεγε ξανά και ξανά στο δημοσιογράφο της Αυγής (όργανο τότε της ΕΔΑ). «Ο Μιχάλης είναι 2 μήνες άνεργος. Είναι χλωμός γιατί δεν έχει να φάει. Συντηρείται μόνο με ψωμί…Επίδομα δεν παίρνει γιατί ‘δεν εκπληροί τας υπό του νόμου προβλεπομένας προϋποθέσεις’…-Μου πρότειναν να φύγω, λέει, να πάω μετανάστης στη Γερμανία…Θα κάτσω εδώ στον τόπο μου να αγωνιστώ και να δουλέψω. Δεν πάω εγώ μετανάστης. Δουλειά θέλω εδώ στην Ελλάδα…Δουλειά θέλει ο Μιχάλης…Όμως δουλειά δεν βρίσκει. Χιλιάδες σαν κι’ αυτόν μαραζώνουν κάθε μέρα στα καφενεία. Μερικοί φεύγουν μετανάστες. Οι περισσότεροι μένουν και παλεύουν. Σ’ αυτούς που μένουν, στηρίζονται όλες οι ελπίδες. Γιατί σήμερα οι νέοι εργαζόμενοι και ιδιαίτερα οι νέοι άνεργοι οργανώνονται, συσπειρώνονται και διεκδικούν τα δικαιώματά τους.»[iv] Αυτά ειπώθηκαν και γράφτηκαν το 1963, ακριβώς 60 χρόνια νωρίτερα. Η επικαιρότητά τους –δυστυχώς- «σπάει κόκαλα».

Πολλές είναι πράγματι οι πτυχές της δράσης του οικοδομικού κινήματος που πραγματεύεται το βιβλίο και σίγουρα δεν μπορούν να εξαντληθούν μέσα σε λίγα λεπτά. Αξίζει όμως να κάνουμε μια σύντομη αναφορά και στην φιλειρηνική-αντιιμπεριαλιστική δράση των οικοδόμων, οι οποίοι στάθηκαν σταθερά και αταλάντευτα στο πλευρό των απανταχού λαών που αγωνίζονταν, της Κούβας, του Βιετνάμ, της Παλαιστίνης και βεβαίως της Κύπρου. Όπως τόνιζε την επαύριο της δολοφονίας του μαχητή της ειρήνης βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, το Δελτίο των Μπετατζήδων: «Οι οικοδόμοι θα φυλάξουν το όραμα ενός ειρηνικού κόσμου που γι’ αυτόν έπεσε ο Γρ. Λαμπράκης και θα αντλούν πάντοτε δυνάμεις από το παράδειγμά του και την αυτοθυσία του.»[v]

Στον αντίποδα, η Ομοσπονδία Λυκιαρδόπουλου, η ΠΟΕΟ, η οποία δεν έπαψε ποτέ να «εγκαλεί» τα ταξικά συνδικάτα, υποδεικνύοντας πως «ούτε η κρίσις εις τον Άγιον Δομίνικον, ούτε το Βιετνάμ» αποτελούν «συνθήματα εργατικά» ή «εργατικές διεκδικήσεις.» Αιτήματα, όπως «να φύγει το ΝΑΤΟ» ή «ο αμερικανικός στόλος από τα Ελληνικά ύδατα», ήταν για την ΠΟΕΟ «στάχτη εις τα μάτια» των οικοδόμων. Στον ίδιο τόνο και η ΓΣΕΕ, η οποία, από τη μια κατήγγειλε τη πρώτη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης ως «κομμουνιστική επιχείρηση» και από την άλλη οργάνωνε αποστολές «ενημέρωσης» στο ΝΑΤΟ.[vi]

Ο ρόλος των δυνάμεων της ενσωμάτωσης στο οικοδομικό συνδικαλιστικό κίνημα αποκαλύπτεται στοιχειοθετημένα και από πληθώρα πηγών στο σύνολο του βιβλίου. Οι δυνάμεις αυτές, άλλοτε επιστρατεύοντας την κομμουνιστοφοβία και τον αντικομμουνισμό, άλλοτε χρησιμοποιώντας «αριστερή φρασεολογία», δεν έπαψαν ποτέ να το υπονομεύουν. Όπου δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν μέσα από την ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, μέσα από την κατάκτηση της πλειοψηφίας στα σωματεία με τη συνδικαλιστική τους δράση (πράγμα σπάνιο), τα κατάφερναν με διασπάσεις, με τη δημιουργία αντισυνδέσμων ή σωματείων σφραγίδων. Σε αυτό συνέδραμε αποφασιστικά και η συνδικαλιστική νομοθεσία, η οποία ευνοούσε τον πολυκερματισμό –και συνάμα τον καλύτερο έλεγχο- του συνδικαλιστικού κινήματος, αφού κάθε φορά που οι ταξικές δυνάμεις κατακτούσαν την πλειοψηφία σε ένα συνδικάτο, οι δυνάμεις της ενσωμάτωσης μπορούσαν πολύ απλά να ιδρύσουν ένα άλλο, ενώ μέσα από την αθρόα σύσταση σωματείων κατάφερναν διαχρονικά να κατασκευάζουν τεχνητές πλειοψηφίες στα δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος. Ενδεικτικά είναι τα Πρακτικά της Ομοσπονδίας Λυκιαρδόπουλου της 22 Μαΐου 1965, όπου τονίζονταν μεταξύ άλλων: «Πρέπει ν’ αναφέρω ότι η κατάστασις της Ομοσπονδίας δεν πάει καλά…Μας παίρνουν συνεχώς σωματεία. Από αυτή τη στιγμή θα πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε δύο σωματεία όπου μας παίρνουν ένα, εκτός και αν νομίζετε ότι θα πρέπει να πέσομε αδόξως. Αυτοί κάνουν πόλεμο να μας παίρνουν τα σωματεία, εμείς θα κάνουμε πόλεμο να φτιάχνουμε άλλα.»[vii] Τόσο απλά.

Συνομιλητές της εκάστοτε εξουσίας, «δημοκρατικής» ή δικτατορικής, οι δυνάμεις του εργοδοτικού συνδικαλισμού υπήρξαν το μακρύ χέρι της κυβέρνησης στο εργατικό κίνημα, με τη συνεργασία τους με τις αρχές (ακόμα και με την ίδια την Ασφάλεια) να εκδηλώνεται, άλλοτε συγκαλυμμένα και άλλοτε εντελώς απροκάλυπτα. Τους όρκους πίστεως και τις δηλώσεις μετανοίας της ΓΣΕΕ συμπλήρωναν πάντοτε οι αρχές του λεγόμενου Ελεύθερου Συνδικαλισμού περί συνεργασίας και όχι της πάλης των τάξεων.

Και δίπλα σε όλα αυτά βεβαίως, η ανοιχτή καταστολή. Από τη χρήση του στρατού ενάντια στους απεργούς τη δεκαετία του 1920 και παρακρατικών-φασιστικών οργανώσεων τη δεκαετία του 1930, στα ξερονήσια, τις φυλακές και το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, έως τις «αύρες» της μεταπολίτευσης. Η βία απέναντι στους εργάτες που αγωνίζονταν, δεν έλειψε ποτέ. Οι οικοδόμοι, ως πρωτοπόροι στις ειδικότερες αλλά και γενικότερες κινητοποιήσεις της εργατιάς εισέπραξαν σημαντικό μέρος αυτής της βίας. Εκατοντάδες ήταν οι διωκόμενοι, οι φυλακισμένοι και εξόριστοι οικοδόμοι της περιόδου που εξετάζουμε. Στο βιβλίο γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια καταγραφής τους. Η ηρωική τους στάση ενώπιον των δικαστών τους (είτε επρόκειτο για τα δικαστήρια της «δημοκρατίας» είτε για τα έκτακτα στρατοδικεία της δικτατορίας), αποτελεί παράδειγμα αγωνιστικού ήθους.

Κλάδος σκληραγωγημένος και σκληροτράχηλος από τη φύση της δουλειάς και ψημένος στο καμίνι της ταξικής πάλης, οι οικοδόμοι δεν αποτελούσαν φυσικά εύκολο αντίπαλο. Οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής ήταν σφόδρες. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που πολλά όργανα της τάξης δήλωναν ασθένεια κάθε φορά που οι οικοδόμοι κατέβαιναν σε απεργία, γνωρίζοντας τι θα αντιμετωπίσουν.

Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε πράγματι, αλλά δεν μας το επιτρέπει ο χρόνος. Ας δούμε λοιπόν συνοπτικά τα περιεχόμενα του βιβλίου. Διατρέχοντας την ιστορική διαδρομή του κινήματος των οικοδόμων, από τις ρίζες του έως τη δεκαετία του 1970 και το 10ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας, το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 7 κεφάλαια-ενότητες.

Το 1ο κεφάλαιο καταπιάνεται συνοπτικά με τη λεγόμενη «προϊστορία» του κινήματος: με  την εξέλιξη της συνδικαλιστικής οργάνωσης από τις συντεχνίες του μεσαίωνα έως τις αλληλοβοηθητικού χαρακτήρα μικτές οργανώσεις εργατών-εργοδοτών (στα τέλη του 19ου αιώνα) και τα πρώτα ταξικά σωματεία (στις αρχές του 20ου). Η διαδικασία συγκρότησης ενός σύγχρονου οικοδομικού προλεταριάτου, πραγματοποιήθηκε μέσα από τα μεγάλα δημόσια έργα και έργα υποδομής, δρόμους, λιμάνια, κοκ. Ο κλάδος αναπτύχθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη του ελληνικού αστικού κράτους και βεβαίως του καπιταλισμού. Με βάση αυτή τη διαπίστωση έχει σημασία να παρακολουθήσουμε τις μορφές οργάνωσης τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων στη συνέχεια, αλλά ταυτόχρονα και τα μέσα που αξιοποίησε το αστικό κράτος για να χτυπήσει το ανερχόμενο πλέον κίνημα στον κλάδο.

Αυτό που αμέσως διαπιστώνει κανείς είναι ότι το αστικό κράτος, η εργοδοσία, άρχισε να ανησυχεί, να παίρνει κατασταλτικά μέτρα και να οξύνει την επίθεση όταν το κίνημα άρχισε να αποκτά ταξικά χαρακτηριστικά, να προβάλει αιτήματα που απηχούσαν τις ανάγκες του κλάδου και συγχρόνως να πολιτικοποιεί την πάλη του.

Το 2ο κεφάλαιο περιλαμβάνει την περίοδο του Μεσοπολέμου (1918-1936). Εδώ ξεχωρίζει βεβαίως η ίδρυση της Ομοσπονδίας, απόρροια της ωριμότητας του κινήματος και της αναζήτησης, από μεγάλο μέρος των εργαζομένων, καλύτερης οργανωτικής συγκρότησής του. Η ίδρυση της Ομοσπονδίας συνένωσε τη δύναμη των σωματείων, έλυσε το ζήτημα της ενιοποίησης των αιτημάτων και των αγώνων του κλάδου. Προσανατόλισε την πάλη σε ταξική γραμμή, όξυνε την αντιπαράθεση με τον κυβερνητικό εργοδοτικό συνδικαλισμό, το ρεφορμισμό. Βοήθησε να αναδειχθεί ακόμα καλύτερα η σύγκρουση των δύο γραμμών στο εργατικό κίνημα, συμβάλλοντας γενικότερα στην ανάπτυξη του ταξικού κινήματος.

Επίσης, πραγματεύτηκε μείζονα οργανωτικά ζητήματα, όπως ήταν η αναδιοργάνωση και συνένωση των πολυκερματισμένων ανά ειδικότητα οικοδομικών σωματείων σε Βιομηχανικές Ενώσεις Οικοδόμων (Β.Ε.Ο.) κατά τόπο. Πράγματι, οι αποφάσεις που έλαβε το 2ο Συνέδριο πάνω στο οργανωτικό ζήτημα και η παραπέρα επεξεργασία τους στο 3ο αποτελέσαν ορόσημο στην ιστορία του οικοδομικού κινήματος. Και παρά την αναθεώρησή τους το 1931 και την επιστροφή στην παλιά μορφή οργάνωσης, το εγχείρημα των Β.Ε.Ο. υπήρξε πρωτοποριακό. Θα έπρεπε να περάσουν πολλές δεκαετίες ακόμα, ωσότου γίνει πραγματικότητα η συνένωση των διαφόρων κλαδικών σωματείων στα συνδικάτα Οικοδόμων και Συναφών Επαγγελμάτων.

Τέλος, στο εν λόγω κεφάλαιο, καταγράφεται η σημαντική συμβολή της Ομοσπονδίας και των Β.Ε.Ο. στην υπεράσπιση των οικοδόμων στους τόπους δουλειάς, γύρω από τα μέτρα προστασίας της ζωής τους, την εφαρμογή του 8ωρου, την ανάδειξη και προώθηση του προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης, κ.α. Αξιοσημείωτη και πολύτιμη είναι –ακόμα και σήμερα- η πείρα από την οργάνωση της πάλης των ανέργων τη δεκαετία του 1930. Στα χρόνια που ακολούθησαν συναντάμε έντονα τα αποτελέσματα της σποράς που άφησαν οι συνδικαλιστικοί-πολιτικοί αγώνες και εμπειρία του Μεσοπολέμου.

Το 3ο κεφάλαιο καταπιάνεται με την περίοδο από τη μεταξική δικτατορία έως την ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση και τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού, δηλαδή με τα χρόνια 1936-1949. Στην ενότητα αυτή αναδεικνύεται η συμβολή των οικοδόμων στην αντιδικτατορική πάλη, στην αντίσταση κατά του φασίστα κατακτητή και των ντόπιων συνεργατών του μέσα από το Εργατικό ΕΑΜ, το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, καθώς και κατόπιν στην πάλη του ΔΣΕ. Ειδικό ενδιαφέρον έχουν οι διεργασίες στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα μετά την απελευθέρωση, οι νίκες του Εργατικού Αντιφασιστικού Συνασπισμού (του ΕΡΓΑΣ) και οι μεθοδεύσεις της ντόπιας αντίδρασης –αλλά και ξένων συνδικαλιστικών και διπλωματικών παραγόντων- για τη βίαιη και από τα πάνω αλλαγή των συσχετισμών στα συνδικάτα. Η άλωση του συνδικαλιστικού κινήματος ολοκληρώθηκε με το ξήλωμα όλων σχεδόν των δημοκρατικά εκλεγμένων συνεπών συνδικαλιστών (γεγονός που συνήθως ακολουθούσε η φυλάκιση ή εκτόπισή τους) και η αντικατάστασή τους από «εγκεκριμένους» εργατοπατέρες, πολλοί εκ των οποίων είχαν ήδη δώσει τα ανάλογα διαπιστευτήρια ως μεταξικοί ή κατοχικοί συνδικαλιστές. Πρόκειται για ονόματα τα οποία συνεχίζουμε κατόπιν να συναντάμε και επί «δημοκρατίας» (δεκαετίες 1950 και 1960) και επί Χούντας, αλλά και στη συνέχεια (πάλι επί «δημοκρατίας»), αποκαλύπτοντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη «διαχρονικότητα» του εργοδοτικού, κρατικά-ενσωματωμένου συνδικαλισμού.

Το 4ο κεφάλαιο εξετάζει τη δεκαετία του 1950 και τη τιτάνια προσπάθεια που κατέβαλαν οι ταξικές δυνάμεις στο οικοδομικό κίνημα για την ανασύνταξή του, μέσα στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στον απόηχο της ένοπλης ήττας του λαϊκού κινήματος. Εκτός από τον χωροφύλακα, οι οικοδόμοι είχαν να αντιμετωπίσουν και την απαξίωση των συνδικάτων στη συνείδηση των εργατών. Απαξίωση, που είχε επιφέρει ο εργοδοτικός συνδικαλισμός. «Ο χαρτοπόλεμος της Ομοσπονδίας, του ΕΚΑ και των σωματείων», αναφέρει στη μαρτυρία του ένας παλαίμαχος συνδικαλιστής οικοδόμος, «κάλυπταν όλο το χώρο των κινητοποιήσεων της εργατικής τάξης. Πήγαιναν τα ‘στελέχη’ των εργαζομένων, με μια τσάντα παραγεμισμένη με χαρτιά και εφημερίδες στον εκάστοτε υπουργό Εργασίας, πίνανε το καφεδάκι τους, χαριτολογώντας, άλλαζαν φιλοφρονήσεις και τελείωνε η δουλειά. Κάπου-κάπου, ανακοινώνονταν στους εργάτες οι υποσχέσεις των αρμοδίων κι όλα δούλευαν ρολόι. Γι’ αυτό και τα σωματεία, ήταν πάντα αδειανά από εργάτες. Δεν υπήρχε εμπιστοσύνη στη συνδικαλιστική ηγεσία των Μακρήδων και των Θεοδωρικών, γιατί δεν είχαν λύσει κανένα πρόβλημα των εργατών…Πως λοιπόν τώρα αυτοί οι άνθρωποι, θα δέχονταν τις δικές μας προτάσεις, για κινητοποιήσεις, για συγκεντρώσεις και απεργίες; Έμοιαζαν σα το διάβολο με το λιβάνι. Το συνδικαλιστικό τμήμα της ασφάλειας αλώνιζε παντού. Από την αυγή, ως αργά τη νύχτα όπου να πήγαινες μπροστά σου τους έβλεπες…Αυτή και χειρότερη ακόμα ήταν η κατάσταση που βρήκαν οι δικοί μας συνδικαλιστές, από την αρχή που πάτησαν το πόδι τους στο φρούριο των Μακρή-Θεοδωρικών.»[viii]

Το κλίμα αυτό θα άλλαζε σταδιακά μέσα από συστηματική, επίμονη και επίπονη δουλειά, με δουλειά «μυρμηγκιού», έτσι ώστε, σιγά-σιγά οι ταξικές δυνάμεις στο οικοδομικό κίνημα να σπάσουν τον πάγο, να αφυπνίσουν τους εργάτες και να τεθούν επικεφαλής στους αγώνες τους. Στην εξέλιξη αυτή συνέδραμε βεβαίως και το γεγονός ότι η οικοδομή τη δεκαετία του 1950 αποτέλεσε το καταφύγιο, το αποκούμπι κάθε κατατρεγμένου κομμουνιστή, αγωνιστή της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, απολυμένου από την εξορία και τη φυλακή, καταδιωκόμενου από την επαρχία, κοκ. Οι άνθρωποι αυτοί, μαθημένοι στους διωγμούς και τις κακουχίες, σφυρηλατημένοι στους πιο σκληρούς αγώνες, αψήφησαν το φόβο, μπήκαν μπροστά και βοήθησαν καταλυτικά στο να σπάσει ο πάγος της τρομοκρατίας, στρώνοντας το δρόμο για τη μεγαλειώδη ανάπτυξη του κινήματος τη δεκαετία του 1960.

Η περίοδος αυτή (μέχρι τη Χούντα) εξετάζεται με λεπτομέρεια στο κεφάλαιο 6. Τα χρόνια αυτά συντελείται μια πλήρης ανατροπή στο συσχετισμό δύναμης στο οικοδομικό κίνημα, με επίκεντρο τη Συντονιστική των διαγραμμένων από την Ομοσπονδία σωματείων. Η πορεία της Συντονιστικής είναι πράγματι εντυπωσιακή. Στις αρχές του 1960 αριθμούσε μόλις 15 σωματεία, συγκεντρωμένα στην πλειοψηφία τους στην Αθήνα και τον Πειραιά. Τον Απρίλη του 1964 μετατράπηκε σε πανελλαδικό όργανο, συσπειρώνοντας έως τα τέλη του έτους 128 οικοδομικές και ξυλουργικές οργανώσεις. Το Μάη του 1966 οι οργανώσεις αυτές είχαν γίνει 155.[ix] Ταυτόχρονα, οι οικοδόμοι αναδείχθηκαν στο «βαρύ πυροβολικό» της εργατικής τάξης συνολικότερα, πρωτοστατώντας και πρωτοπορώντας σε κάθε εκδήλωση, διαμαρτυρία ή κινητοποίηση της εργατικής τάξης της χώρας μας. Το 1966 η Ελλάδα ήταν πρώτη σε απεργίες στον κόσμο: ο 1 στους 4 σχεδόν απεργούς ήταν οικοδόμος. Η μαζικότητα, ο δυναμισμός και ο ταξικός προσανατολισμός του κινήματος επέφερε τότε σημαντικότατες κατακτήσεις για τον κλάδο, όπως το 7ωρο, η υπαγωγή στα βαριά και ανθυγιεινά και πολλά άλλα. Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει την περίοδο αυτή, το ζήτημα της ενότητας, το πώς αξιοποιήθηκε από τις δυνάμεις της ενσωμάτωσης και τι θέματα δημιούργησε για το ίδιο το ταξικό οικοδομικό κίνημα.

Ακολουθεί το 7ο κεφάλαιο που πραγματεύεται τα χρόνια της Χούντας, το ρόλο της Ομοσπονδίας και την αντιδικτατορική πάλη των οικοδόμων (με την ιδιαίτερη, βαρύνουσα συμβολή τους στην εξέγερση του Πολυτεχνείου).

Τέλος, το βιβλίο κλείνει με την περίοδο της μεταπολίτευσης έως και το 10ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας (το 1977) όπου ολοκληρώθηκε η νίκη των ταξικών δυνάμεων επί του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού. Οι προκλήσεις της αποχουντοποίησης και του εκδημοκρατισμού των συνδικάτων, της κρατικής καταστολής (που εκφράστηκε τόσο με διάφορα νομοθετήματα και ανοιχτές επεμβάσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, όσο και με ωμή βία), δεν ήταν λίγες. Ωστόσο, οι οικοδόμοι κατάφεραν να γίνουν κύριοι στο σπίτι τους, ανατρέποντας τους εργατοπατέρες που είχαν κατακαθίσει στην Ομοσπονδία για δεκαετίες και γυρίζοντας πια σελίδα στην ιστορία του κινήματος.

Φίλες και φίλοι,

Βεβαίως το αποτέλεσμα θα το κρίνει ο αναγνώστης. Ωστόσο, είμαστε πεπεισμένοι πως η πείρα του κινήματος των οικοδόμων αποτελεί ένα χρήσιμο, αν όχι απαραίτητο, εργαλείο για κάθε εργάτη -οικοδόμο και μη- για κάθε έναν που θέλει να διερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθηκε η ταξική πάλη, η διαπάλη με τον κυβερνητικό-εργοδοτικό συνδικαλισμό, αλλά και τις δυνάμεις του συμβιβασμού, της ταξικής συνεργασίας στο εργατικό κίνημα. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα φόρο τιμής στους χιλιάδες αγωνιστές του κλάδου, που με την ακούραστη και ανιδιοτελή δράση τους πάλεψαν σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες για να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και την εργατική τάξη της χώρας μας συνολικότερα. Σε μια περίοδο, όπου οι κατακτήσεις δεκαετιών δέχονται λυσσαλέα επίθεση, ποδοπατούνται και ξηλώνονται μία-μία, η μελέτη της πείρας του κινήματος, δεν αποτελεί πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα. Γιατί, αν υπάρχει ένα διαχρονικό συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή είναι πράγματι πως «τίποτα δε χαρίζεται, όλα κατακτιούνται.»

Αναστάσης Γκίκας, 18/1/2013

[i] Βλ. Εγκύκλιος Ομοσπονδίας Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων Ελλάδος, 24/5/1957 (ΑΟΟ), Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος, 1958 και Οικονομικός Ταχυδρόμος, 21/5/1959

[ii] Δελτίον, 15/6/1963

[iii] Κουτί 404.5, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ)

[iv] Αυγή, 24/3/1963

[v] Αυγή, 25/5/1963, 28/5/1963, Δελτίον, 15/6/1963, Μπουλντής Κ, 2005, σελ.122

[vi] Προκήρυξις της ΠΟΕΟΞ προς όλους τους οικοδόμους της χώρας, Ιούλιος 1965, κουτί 404.1, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ) και Προκήρυξις της ΠΟΕΟ προς τους οικοδόμους της χώρας, Ιούνιος 1964 (ΑΟΟ), Εργατικό Βήμα, 28/4/1963, Εγκύκλιος ΓΣΕΕ, αρ. 16, 28/2/1962, κουτί 358, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ)

[vii] Πρακτικόν Συνεδριάσεως Γραμματείας ΠΟΕΟΞ, 22/5/1965 (ΑΟΟ)

[viii] Μαρτυρία του Δημήτρη Πατρέλη όπως παρατίθεται στο Στάβερης Η, 2003, σελ.33-34

[ix] Έγγραφο 98063: Ενημερωτικό Σημείωμα για τα συνέδρια των Οικοδόμων και Αυτοκινητιστών πριν το 14ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, 23/10/1965 (Αρχείο ΚΚΕ), Εγκύκλιος της Ευρείας Συνεργασίας Οικοδομικών Οργανώσεων και Κατεργασίας Ξύλου Ελλάδας, αρ.10, 26/5/1966, κουτί 404.2, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ), Ελεύθερα Συνδικάτα, 1/12/1964, Αυγή, 8/3/1966».

Τα κείμενα της παρουσίασης από την ιστοσελίδα της ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ

Την ομιλία του Αναστάση Γκίκα δημοσίευσε και το ιστολόγιο Erodotos Weblog


Αναστάσης Ι. Γκίκας:
(17x24 εκ. - 568 σελίδες)
Εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή»
Αθήνα 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια: