Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Πάντα κυνηγημένος, ποιητής και ονειροπόλος: Ο Σαρλό της καρδιάς μας - Το έργο του Τσάρλι Τσάπλιν φάρος ελπίδας και αισιοδοξίας

Μαζί του γελάσαμε, αλλά και δακρύσαμε. Το ιδιαίτερο περπάτημά του, το καπέλο και το μπαστούνι του, η εκφραστική ματιά του, μας συνοδεύουν από τότε που ήμασταν παιδιά. Ποιητής και ονειροπόλος ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο λατρεμένος όλων των γενεών Σαρλό. Στις σκοτεινές εποχές της ανέχειας και της κοινωνικής απορρύθμισης το έργο του είναι ένας φωτεινός φάρος, μια δέσμη ελπίδας. Ο Τσάρλι Τσάπλιν διασώζεται από τις φθορές του χρόνου. Το έργο του, κλασικό, πολιτικό και βαθύτατα ουμανιστικό, απεικονίζει τον άνθρωπο που παρ' όλες τις αντιξοότητες και τα εμπόδια αγωνίζεται να επιβιώσει, που αντιστέκεται στις συμπληγάδες. 

Σήμερα συμπληρώνονται 39 χρόνια από το θάνατό του. Το άρθρο της Σοφίας Αδαμίδου δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, την Κυριακή 30 του Δεκέμβρη 2012, με αφορμή την επέτειο των 35 χρόνων από το θάνατο του Τσάρλι Τσάπλιν.

Ο Σαρλό της καρδιάς μας

Πώς όμως εμπνεύστηκε ο Τσάρλι Τσάπλιν τον ήρωα του πεινασμένου αλήτη, που ενσάρκωσε για χρόνια στις ταινίες του;

«Ενα Σάββατο, μετά το σχολείο, έφτασα σπίτι αλλά δε βρήκα κανέναν εκεί», γράφει στην αυτοβιογραφία του. «Ο Σίντνεϊ, όπως συνήθως, έλειπε όλη τη μέρα παίζοντας μπάλα και η νοικοκυρά μού είπε ότι η Λουίζ και ο γιος της είχαν βγει από νωρίς το πρωί. Στην αρχή ένιωσα ανακούφιση, γιατί αυτό σήμαινε πως δε θα είχα να τρίβω πατώματα και να καθαρίζω μαχαίρια. Περίμενα μέχρι πολύ μετά την ώρα του μεσημεριανού, οπότε άρχισα να ανησυχώ. Ισως να με είχαν εγκαταλείψει. Καθώς το απόγευμα περνούσε και χανόταν, άρχισαν να μου λείπουν. Τι είχε συμβεί; Το δωμάτιο έδειχνε αγριωπό και ανυπόφορο, τόσο άδειο, που με τρόμαζε. Αρχιζα κιόλας να πεινάω, έτσι κοίταξα στο κελάρι, αλλά δεν υπήρχε τίποτε. 

Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο αυτή την αίσθηση του κενού, κι έτσι βγήκα έξω, έρημος, και πέρασα το απόγευμα τριγυρνώντας στα παζάρια που υπήρχαν ολόγυρα. Περιπλανήθηκα στη Λάμπεθ Γουόκ και στη Γάτα, κοιτάζοντας πεινασμένα στα παράθυρα των μαγειρείων τα προκλητικά, αχνιστά ψητά κοψίδια από χοιρινό και βοδινό και τις χρυσοκάστανες τηγανητές πατάτες πνιγμένες στη σάλτσα. Επειτα, για ώρες παρακολούθησα τους διάφορους ψευτογιατρούς να πουλάν τα παρασκευάσματά τους. Αυτό μου τράβηξε την προσοχή και με καταπράυνε, και για λίγο ξέχασα τα χάλια και την πείνα μου».

«Μοντέρνοι καιροί»
«Μοντέρνοι καιροί»
Οι γονείς του, και οι δύο από το χώρο της τέχνης, του έμαθαν από πολύ μικρή ηλικία την τέχνη του τραγουδιού και με τη δική τους ενθάρρυνση άρχισε να εμφανίζεται σε θιάσους από πολύ μικρή ηλικία. Στα οχτώ του ήταν ήδη επαγγελματίας ηθοποιός. Η μητέρα του, γνωστή με το ψευδώνυμο Λίλι Χάρλι, ήταν τραγουδίστρια στο χώρο της κωμικής όπερας. Η παιδική ηλικία του Τσάρλι Τσάπλιν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, κάτι που ανάγκασε αυτόν και τον ετεροθαλή του αδερφό να «μεγαλώσουν» πολύ γρήγορα και να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν τριών ετών. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός και πέθανε όταν ο Τσάπλιν ήταν δέκα ετών. Λίγο πιο πριν, η μητέρα τους κλείστηκε σε άσυλο ανίατων ψυχικών νοσημάτων.

Ο Τσάρλι Τσάπλιν περιόδευσε για πρώτη φορά στην Αμερική με το θίασο του Φρεντ Κάρνο, από το 1910 μέχρι το 1912. Μετά από πέντε μήνες στην Αγγλία, επέστρεψε, στην Αμερική, στα πλαίσια μιας δεύτερης τουρνέ για να παραμείνει τα επόμενα σαράντα χρόνια.

Ο πολιτικός Τσάπλιν

Τα πολιτικά μηνύματα των ταινιών του εμφανίζονται πιο έντονα στη δεκαετία του 1930 με κύριο θέμα αυτό της φτώχειας και της εξαθλίωσης, όπως στους «Μοντέρνους Καιρούς». Η πρώτη ταινία με διαλόγους είναι μια σάτιρα του Αδόλφου Χίτλερ και του ναζισμού. Στο «Μεγάλο Δικτάτορα», του 1940, έπαιξε το ρόλο του Αντενόιντ Χίνκελ, δικτάτορα της Τομανίας, εκφράζοντας τα αντιναζιστικά συναισθήματα του αμερικανικού λαού ένα χρόνο πριν την είσοδο των Αμερικανών στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Ο μεγάλος δικτάτωρ»
«Ο μεγάλος δικτάτωρ»
Ο Τσάρλι Τσάπλιν πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σειρά πολιτικών ομιλιών, στις οποίες, ανοιχτά, στήριζε τη Σοβιετική Ενωση. Το γεγονός αυτό τον κατέστησε υποψήφιο - στις θέσεις της εμπροσθοφυλακής μάλιστα - στη μεταπολεμική, μακαρθική, «μαύρη λίστα» των ανθρώπων της Τέχνης και της διανόησης που «συνέβαλαν στην προβολή του κομμουνισμού μέσα από τον κινηματογράφο».

Λυσσώντας που «όλες οι ταινίες του γίνανε για τον καταπιεσμένο άνθρωπο», όπως ο ίδιος έλεγε, παρακολουθούσαν, κατασυκοφαντούσαν, διέσυραν από τον Τύπο την προσωπική του ζωή, έστησαν δικαστικές σκευωρίες περί «φοροδιαφυγής», «νόθων παιδιών», «βαναυσότητας» στις συζύγους του και πολεμούσαν τις ταινίες του.

Προς το τέλος του πολέμου, ο εισαγγελέας του απαγγέλλει κατηγορίες σύμφωνα με το νόμο Μαν για σωματεμπορία, προαγωγή στην πορνεία και ανηθικότητα. Αν και αθωώνεται λίγα χρόνια αργότερα, η δίκη καταστρέφει τη δημόσια του εικόνα.

Παράλληλα, με την άνοδο του μακαρθισμού στις ΗΠΑ, ο Τσάπλιν γίνεται στόχος του FBI για τις αριστερές του πεποιθήσεις. Αν και ο Τσάπλιν επί δεκαετίες ήταν η «χρυσοφόρα φλέβα» του Χόλιγουντ, ο μακαρθισμός τον πολέμησε συστηματικά. Εξαιτίας, αφενός, του κοινωνικού περιεχομένου του έργου του, αλλά και της φιλίας του με τον διωκόμενο από τους ναζί Γερμανό κομμουνιστή συνθέτη Χανς Αϊσλερ και της τόλμης του να ζητήσει από τον Πάμπλο Πικάσο να ενεργήσει για τη συμπαράσταση Γάλλων και άλλων Ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών στον διωκόμενο από τον μακαρθισμό Χ. Αϊσλερ, ο Τσάπλιν λάβαινε αλλεπάλληλα εξώδικα για ανάκριση από τη μακαρθική Επιτροπή.

Πάντα κυνηγημένος

Το κυνηγητό του Τσάπλιν μπορεί να πει κανένας ότι αρχίζει με την ταινία «Μεσιέ Βερντού». Ο ίδιος ο Τσάπλιν στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε για την ταινία στη Νέα Υόρκη τον Απρίλη του '47, είχε πει αστειευόμενος «εμπρός για τη σφαγή». Τα χτυπήματα άρχισαν να φτάνουν από παντού. Τα όσα λέει ο Τσάρλι Τσάπλιν ως «Κύριος Βερντού» (1947) ήταν πρωτοφανή για την άκρως συντηρητική περίοδο του ψυχρού πολέμου και του μακαρθισμού που βίωνε τότε η Αμερική.

«Για την κατηγορία εναντίον μου ότι είμαι κατά συρροήν δολοφόνος, ο ίδιος ο κόσμος δεν το ενθαρρύνει; Δεν παράγει όπλα καταστροφής με σκοπό τη μαζική δολοφονία; Δε διαλύει ανυποψίαστες γυναίκες και μικρά παιδιά σε κομματάκια; Και το κάνει πολύ επιστημονικά. Ως κατά συρροήν δολοφόνος είμαι ερασιτέχνης συγκρινόμενος με αυτούς. Πόλεμοι, συγκρούσεις, όλα είναι δουλειά. Ενας φόνος σε κάνει εγκληματία, εκατομμύρια φόνοι σε κάνουν ήρωα. Οι αριθμοί σε εξαγνίζουν».

Στα 1952 ο Τσάρλι Τσάπλιν συνοδευόμενος από την οικογένειά του αναχώρησε με το υπερωκεάνιο «Κουίν Ελίζαμπεθ» για την Αγγλία. Εκεί έμαθε πως του απαγόρευαν την επανείσοδό του στις ΗΠΑ:

«Μας ειδοποιούσαν» - σημειώνει στην αυτοβιογραφία του - «πως μου απαγόρευαν την επιστροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες και πως αν ήθελα να ξαναεπισκεφθώ τη χώρα θα έπρεπε να περάσω από μια ανακριτική επιτροπή της Υπηρεσίας Μεταναστών για να απαντήσω σε κατηγορίες πολιτικής φύσης και ηθικής φαυλότητας. Το πρακτορείο Ηνωμένος Τύπος ήθελε να μάθει αν είχα κάποιο σχόλιο για όλα αυτά. Ολα τα νεύρα μέσα μου τεντώθηκαν. Το αν θα ξαναγύριζα σ' αυτή τη χώρα της δυστυχίας ελάχιστα με ένοιαζε. Θα ήθελα πολύ να τους πω πως όσο νωρίτερα έφευγα μακριά από αυτή την ατμόσφαιρα που έσταζε μίσος, τόσο το καλύτερο, πως είχα βαρεθεί πια τις προσβολές της Αμερικής και τους ηθικούς της κομπασμούς και πως όλη η υπόθεση είχε καταντήσει φρικτά βαρετή. 

Ομως όλα τα υπάρχοντά μου βρίσκονταν στην Αμερική και ήμουν τρομοκρατημένος μήπως έβρισκαν κάποιον τρόπο για να μου τα κατάσχουν. Εδώ που είχαν φθάσει τα πράγματα, θα μπορούσα να περιμένω την πιο αδίστακτη συμπεριφορά από τη μεριά τους. Ετσι προτίμησα να βγάλω μια πομπώδη ανακοίνωση όπου έλεγα πως θα επέστρεφα και θα απαντούσα στις κατηγορίες τους και πως η άδεια επανεισόδου που μου είχαν δώσει δεν ήταν κάποιο παλιόχαρτο, αλλά ένα έγγραφο που μου παραδόθηκε καλόπιστα από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών - μπλα, μπλα, μπλα».

Μετά από αυτό, παρέμεινε οριστικά στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα στο Βεβέ της Ελβετίας, όπου πέθανε στις 25 Δεκέμβρη του 1977. Στο διάστημα αυτό ταξίδεψε στην Αμερική μόνο μια φορά, το 1972, προκειμένου να παραλάβει το ειδικό Τιμητικό Οσκαρ για τη συνεισφορά του στην έβδομη τέχνη, κερδίζοντας το μεγαλύτερο σε διάρκεια χειροκρότημα της ιστορίας των βραβείων. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει δέκατο στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.

Μέχρι το θάνατό του γύρισε άλλες δύο ταινίες: Την αντιμακαρθική σάτιρα «Ενας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη» (1957): Ο Βασιλιάς Σαντόφ φεύγει από την πατρίδα του εξαιτίας της επανάστασης που έχει ξεσπάσει εκεί και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, σχεδόν αδέκαρος. Για να κερδίσει κάποια λεφτά κάνει διαφημίσεις για την τηλεόραση, όπου γνωρίζει ένα παιδί κομμουνιστών. Καθόλου καλή εποχή όμως για αριστερίζουσες παρέες στην Αμερική... Δέκα χρόνια αργότερα την «Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ» με την Σοφία Λόρεν και τον Μάρλον Μπράντο.

Σοφία Αδαμίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια: